- αντλώ
- (Α ἀντλῶ, -έω)νεοελλ.παίρνω κάποιο υγρό με αντλίααρχ.1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου2. παίρνω νερό από κάπου3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» — το να ματαιοπονεί κάποιος4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή μέσοβ) (για μόχθους, παθήματα) υπομένω μέχρι τέλουςγ) κατασπαταλώ, ασωτεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < άντλος, ο.ΠΑΡ. άντλημα, άντληση(-ις), αντλητήρας (-τήρ).ΣΥΝΘ. εξαντλώαρχ.αναντλώ, απαντλώ, διαντλώ, εισαντλώ, ενατλώ, επαντλώ, καταντλώ, μεταντλώ, μετεξαντλώ, περιαντλώ, προαπαντλώ, προεξαντλώ, προσαντλώ, συναντλώ, συνεξαντλώ, υπαντλώ, υπεξαντλώνεοελλ.κατεξαντλώ].
Dictionary of Greek. 2013.